- μπισκότο
- το (Μ μπισκόττιν)είδος ξηροψημένου τραγανού πλακουντίου, γλυκού ή αλμυρού, που παρασκευάζεται με αλεύρι, βούτυρο, ζάχαρη, αβγά κ.ά. υλικάμσν.παξιμάδι, γαλέτα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. bis-cotto «αυτό που έχει ψηθεί δύο φορές διπλοψημένο»].
Dictionary of Greek. 2013.